domingo, 16 de mayo de 2010

El primer poema de este blog se titula "El testamento de Leukotas". Siempre he sentido un gran deseo en verlo traducido al griego por varias razones, especialmente por mi admiración del griego clásico, perenne estandarte de la civilización griega. Gracias a la amable mediación de una persona (muchas gracias, Ángela; también a tu amigo Francisco y al otro generoso traductor, cuyo nombre desconozco) ya puedo ver cumplido mi deseo. Simplemente, me conformo con admirar la belleza del alfabeto griego. Compararlo con el original también me produce un gran placer, pues aún puedo poner a prueba mis pobres y rudimentarios conocimientos de esta lengua. Espero que os guste.

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΤΑ

Είμαι στην άλλη πλευρά του χρόνου και του χώρου.
Διαπέρασα το φράγμα που δαγκώνει
και καταβροχθίζει τις ζωές των ανθρώπων,
οξειδώνοντάς τες όπως το σίδερο στον ήλιο,
στο νερό, στον άνεμο, στη φωτιά...

Είμαι νεκρός. Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε
άλλο δρόμο διαφυγής από την τυραννία
του χώρου και του χρόνου που μας ρημάζει,
ροκανίζοντάς μας, αδιάφορα, όπως ο πάγος
και το κρύο ροκανίζουν άσπλαχνα τους βράχους.

Υπήρξα στρατιώτης Λακεδαιμόνιος εγώ,
οπλίτης της ισχυρής Σπάρτης,
καμάρι της μεγάλης Ελλάδας,
στις προσταγές του Λεωνίδα,
ήρωας των Σπαρτιατών ηρώων!

Μα τώρα θωρώ το νεκρό μου κορμί,
τρυπημένο από τα βέλη των Περσών
με τα μαύρα λοφία από εξωτικά φτερά
μακρινών πτηνών (θα έλεγα πως ένα πουλί
μού χάρισε την ελευθερία την άφθαρτη).

Διακρίνω το κορμί μου όπως παρατηρούσα
παλιά, έκθαμβος, τον ξάστερο ουρανό
και το ασημένιο φεγγάρι, απόμακρα, απρόσιτα
στα ανίσχυρα χέρια των ανθρώπων
που ονειρεύονται μεγάλα δύνάμες που δεν έχουν.

Και ο χαλκός των περικνημίδων που προστάτευαν
και αγκάλιαζαν τις γάμπες μου πίνει, διψασμένος,
το πορφυρό ρυάκι που κυλούσε πριν
στις φλέβες μου, ρυθμικά, σπαρταρώντας.

Τι ανόητοι οι Έλληνες φιλόσοφοι που ισχυρίζονταν
πως η ψυχή κοχλάζει μέσ’ από την καρδιά!

Το αριστερό μου χέρι κρατάει ακόμα την ασπίδα
που, υψωμένο και δυνατό, πρόβαλλε το αποφασιστικό της κέλυφος στην αδιαπέραστη και καμαρωτή
σπαρτιάτικη φάλαγγα, σιδερόφρακτο και αγκαθωτό καβούκι που τρόμαζε τον εχθρό.

Ο θάνατος μου ήταν επώδυνος και αργός· τον διαβάζω
στο όλο αγωνία πρόσωπό μου· όμως
έφυγα δοξασμένος. Βλέπω απέναντί μου τις Πλαταιές,
και ξέρω πια πως έπεσα δοξασμένος, παλεύοντας
για την ελευθερία του ελληνικού πολιτισμού.

Οι Θερμοπύλες! Μας κατασπάραξε ο Ξέρξης,
θηρίο που χρειάστηκε να κάνει δυο τρία ακόμα
βήματα στην λαίμαργη πορεία του!
Δόντια από μυτερά κοντάρια σαν δάση,
τεράστιες φυλλωσιές από χιλιάδες μαύρα βέλη.

Εκεί, πήρα θέση πάνω στο τείχος της Φώκαιας,
αντίκρισα τη μοίρα μου, της μοίρα μας…
την αιώνια τιμή να μένω για πάντα
στη μνήμη των τέκνων των παιδιών μου,
των τέκνων των παιδιών των παιδιών μου.

Να θυμάστε το όνομά μου: Λευκότας,
γιος του Άγητου, πολίτης της Σπάρτης!

Να θυμάστε πως κείτομαι νεκρός, πιο πέρα
από την τυραννία του χώρου και του χρόνου!

Να θυμάστε πως έπεσα με οδύνη και τιμή, μαχόμενος
για την ελευθερία τη δική μου και των δικών μου!

Να θυμάστε πως για την ελευθερία μας
πρέπει να χύσουμε την ύστατη ρανίδα του αίματός μας!

Να θυμάστε τον Λεωνίδα στις Θερμοπύλες!
Να θυμάστε τον Εφιάλτη που υπέδειξε της Ανοπαίας την ατραπό!
CALIGRAFÍA DEL AMOR EN EL TIEMPO

Sara, el tiempo...
¡cómo se nos ha ido entre las manos!
Pero, en la memoria...
¡qué huellas tan cálidas ha dejado!

Parece que fue ayer, ¿recuerdas?
Horas tejidas de letras y palabras,
mensajes que contemplaba la Luna
y el Sol al lecho acompañaba.
Un encuentro junto a una barca
de velas de agua, ¡cómo olvidarlo!
Y una camiseta verde… me dijiste
que el verde era tu color favorito.
Ahora sé que fue buen augurio:
un día juntos partimos,
y juntos hemos navegado,
y juntos hemos de remar
surcando mares esmeralda:
la esperanza de buenos momentos
(sí, nuestro futuro será verde),
la esperanza del amor y el cariño
(¡eh!, ¡pintémoslos de verde!),
y la esperanza de nueva vida
(pues verde es lo que crece).

Y volvemos a partir ahora
en la misma y humilde barca
que encontramos en una playa.
Junto a ti no habrá tormenta
que a mí asustarme pueda.
Así juntos atracaremos
en bahías, calas y puertos.
Juntos llevaremos el timón
para reír y soñar juntos,
con la brisa en la risa y la cara,
con los cabellos libres al viento.

Hoy pasamos página...
para seguir escribiendo,
en el mismo papel,
con la misma tinta.
Y es que siempre
(lo reconozco),
siempre me gustó tu letra,
el fino trazo de tu caligrafía:
la “a” de “alegría”,
la “b” de “bella”,
la “c” de “cariñosa”.
¡También la “d” de “dulzura”!
¡O la “g” de “generosa”
y la “s” de “sincera”!
¿Qué puedo hacer? ¿Qué hacer…
cuando tu abecedario me enamora?
Unirme a ti...
sin condiciones, sin cláusulas, sin cita previa.